- ευζήλωτος
- εὐζήλωτος, -ον (Μ)1. αυτός που διαπνέεται από μεγάλο ζήλο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐζήλωτονθερμός ζήλος, μεγάλος ενθουσιασμός.επίρρ...εὐζηλώτωςμε ζήλο, με ενθουσιασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζηλωτός (< ζηλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.